Ο πατριός μου καύλωνε καθώς αποπλανούσα τον επισκευαστή. Τα μάτια του κόλλησαν με τα δικά μου, μια σιωπηλή προειδοποίηση. Συνέχισα όμως, χαμένος στον πόθο. Τα επιδέξια χέρια του επισκευαστή με δούλευαν, τα βογκητά μου αντηχούσαν. Παρά την αποδοκιμασία του, ο πατριός δεν μπορούσε να κοιτάξει αλλού.